ἐξεζητημένων

ἐξεζητημένων
ἐκζητέω
seek out
perf part mp fem gen pl
ἐκζητέω
seek out
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεξιθηρώ — (Α λεξιθηρῶ, έω) [λεξιθήρας] επιτηδεύω το ύφος μου με επίμονη αναζήτηση και χρήση εξεζητημένων λέξεων ή φράσεων …   Dictionary of Greek

  • μακαρονισμός — ο 1. η ανάμιξη στη γλώσσα στοιχείων δημοτικής και καθαρεύουσας 2. η χρήση στον λόγο εξεζητημένων και αδόκιμων αρχαϊσμών 3. είδος ελαφράς ποίησης στην οποία χρησιμοποιούνταν ανάμικτα ιταλικές και λατινικές λέξεις 4. είδος ελαφράς ποίησης στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”